- πλάγιασμα
- τό1) укладывание (в постель); 2) лежание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλάγιασμα — το το ξάπλωμα, το πέσιμο, η κατάκλιση: Το πλάγιασμα των δέντρων έγινε από τον αέρα. – Σε ώρες μάχης το πλάγιασμα των στρατιωτών είναι πολυτέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάγιασμα — το, Ν [πλαγιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαγιάζω, κλίση («το πλάγιασμα τών σταχιών») 2. κατάκλιση για ύπνο … Dictionary of Greek
άλοχος — (I) ἄλοχος, η (Α) (λέξη ποιητική) 1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα 2. μαιτρέσα, παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»]. (II)… … Dictionary of Greek
κατάκλιση — η (AM κατάκλισις) [κατακλίνω] 1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση 2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί νεοελλ. ναυτ. το πλάγιασμα τού πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή… … Dictionary of Greek
ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… … Dictionary of Greek
κοίμημα — κοίμημα, τὸ (Α) [κοιμώμαι] 1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα 2. φρ. («κοιμήματά τ αὐτογέννητα» (για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση τής μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.) … Dictionary of Greek
ξάπλωμα — το [ξαπλώνω] 1. άπλωμα 2. κατάκλιση, πλάγιασμα 3. επέκταση, διάδοση … Dictionary of Greek
πεσιό — το, Ν το πλάγιασμα, η κατάκλιση τού σώματος σε πλάγια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιό (πρβλ. καθισ ιό)] … Dictionary of Greek
σύννευσις — εύσεως, ἡ, ΜΑ [συννεύω] 1. αμοιβαία κλίση προς ένα σημείο, σύγκλιση («τὸ ἰσοσκελὲς τρίγωνο οὐ ποιοῡν πρὸς ἐκεῑνο σύννευσιν», Πλούτ.) 2. μτφ. αμοιβαία τάση («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.) 3. κοινή αποδοχή,… … Dictionary of Greek
υποκατάκλισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκατακλίνω] μσν. πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι αρχ. (κυρίως μτφ.) α) υποταγή β) ταπείνωση … Dictionary of Greek
κατάκλιση — η πλάγιασμα, ξάπλωμα: Το πρόγραμμα είχε κατάκλιση στις δέκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)